σβούρα

σβούρα
η, Ν
1. παιδικό παιχνίδι από ξύλο ή πλαστικό, με κωνικό σχήμα, που καταλήγει σε ακίδα, γύρω από την οποία περιστρέφεται όρθιο με ταχύτητα, όταν ριχθεί στο έδαφος, χάρη στο απότομο ξετύλιγμα λεπτού νήματος που είχε τυλιχθεί γύρω του
2. παρόμοιο παιχνίδι από πλαστική ή άλλη ύλη, το οποίο περιστρέφεται με άλλον τρόπο
3. τεχνολ. ξυλουργική μηχανή που χρησιμοποιείται για τη διαμόρφωση διατομών σε ευθύγραμμα ή καμπύλα στελέχη και για άλλες εργασίες
4. μτφ. άτομο σβέλτο και αεικίνητο («γυρνάει παντού σαν σβούρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο σβουρρρ... τής σβούρας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σβούρα — η 1. όργανο παιχνιδιού που έχει σχήμα κωνικό και περιστρέφεται πολύ γρήγορα. 2. μτφ., άνθρωπος αεικίνητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σβουράκι — το, Ν [σβούρα] 1. μικρή σβούρα 2. ηλεκτροκίνητος ταχύστροφος δίσκος που χρησιμοποιείται για τη λείανση μωσαϊκών …   Dictionary of Greek

  • σβουρίζω — Ν [σβούρα] 1. περιστρέφομαι ή βουίζω σαν σβούρα 2. μτφ. χτυπώ, χαστουκίζω («τού σβούριξε μία και τού φυγαν τα γυαλιά») …   Dictionary of Greek

  • στρομβοπαίκτης — ο, Ν αυτός που παίζει με τη σβούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόμβος «σβούρα» + παίκτης (πρβλ. οργανο παίκτης)] …   Dictionary of Greek

  • στρομπίδα — η, Ν σβούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στρόμβος «σβούρα» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *στρομβίς] …   Dictionary of Greek

  • τρομβηδόν — ΜΑ επίρρ. σαν τη σβούρα, περιστροφικά, γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόμβος «σβούρα» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • Портокалоглу, Никос — Никос Портокалоглу World Music Day 2009 в …   Википедия

  • ακροπήνιον — ἀκροπήνιον, το (Μ) είδος παιδικού παιχνιδιού, όμοιου με τη σβούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πηνίον «αδράχτι»] …   Dictionary of Greek

  • βέμβιξ — ( ικος), η (Α) 1. η σβούρα 2. δίνη, ρουφήχτρα 3. κυκλώνας 4. μικρό υμενόπτερο έντομο με κίτρινες και μαύρες γραμμές στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το βόμβος σχηματίστηκε η λ. βέμβιξ (ῖκος) < (ρίζα) *bamb «φουσκώνω» + (επίθημα) ῑκ ,… …   Dictionary of Greek

  • βεμβικίζω — (Α) [βέμβιξ] περιστρέφω κάτι, το κάνω να περιστρέφεται σαν σβούρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”