σβούρα — η 1. όργανο παιχνιδιού που έχει σχήμα κωνικό και περιστρέφεται πολύ γρήγορα. 2. μτφ., άνθρωπος αεικίνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σβουράκι — το, Ν [σβούρα] 1. μικρή σβούρα 2. ηλεκτροκίνητος ταχύστροφος δίσκος που χρησιμοποιείται για τη λείανση μωσαϊκών … Dictionary of Greek
σβουρίζω — Ν [σβούρα] 1. περιστρέφομαι ή βουίζω σαν σβούρα 2. μτφ. χτυπώ, χαστουκίζω («τού σβούριξε μία και τού φυγαν τα γυαλιά») … Dictionary of Greek
στρομβοπαίκτης — ο, Ν αυτός που παίζει με τη σβούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόμβος «σβούρα» + παίκτης (πρβλ. οργανο παίκτης)] … Dictionary of Greek
στρομπίδα — η, Ν σβούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στρόμβος «σβούρα» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *στρομβίς] … Dictionary of Greek
τρομβηδόν — ΜΑ επίρρ. σαν τη σβούρα, περιστροφικά, γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόμβος «σβούρα» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
Портокалоглу, Никос — Никос Портокалоглу World Music Day 2009 в … Википедия
ακροπήνιον — ἀκροπήνιον, το (Μ) είδος παιδικού παιχνιδιού, όμοιου με τη σβούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πηνίον «αδράχτι»] … Dictionary of Greek
βέμβιξ — ( ικος), η (Α) 1. η σβούρα 2. δίνη, ρουφήχτρα 3. κυκλώνας 4. μικρό υμενόπτερο έντομο με κίτρινες και μαύρες γραμμές στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το βόμβος σχηματίστηκε η λ. βέμβιξ (ῖκος) < (ρίζα) *bamb «φουσκώνω» + (επίθημα) ῑκ ,… … Dictionary of Greek
βεμβικίζω — (Α) [βέμβιξ] περιστρέφω κάτι, το κάνω να περιστρέφεται σαν σβούρα … Dictionary of Greek